ὀστρῖνος
Look at other dictionaries:
οστρίνος — ὀστρῑνος, ίνη, ον (Α) (για ένδυμα) πορφυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ostrinus «οστρεϊνος, πορφυρός» (< ostrum «όστρεον», βλ. λ. όστρακο)] … Dictionary of Greek
οστρίνος — ὀστρῑνος, ίνη, ον (Α) (για ένδυμα) πορφυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ostrinus «οστρεϊνος, πορφυρός» (< ostrum «όστρεον», βλ. λ. όστρακο)] … Dictionary of Greek